Στατιστικές έρευνες: Αλήθειες και ψέματα

Πλέον, διαβάζουμε καθημερινά από μια καινούργια έρευνα που πραγματοποιήθηκε ή μια δημοσκόπηση. Το ερώτημα εδώ είναι κατά πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτές τις έρευνες και τα αποτελέσματα τους.
Αρχικά, η στατιστική είναι μια επιστήμη «δίκοπο μαχαίρι» θα μπορούσαμε να πούμε. Μπορεί να πει τις μεγαλύτερες αλήθειες αλλά και τα μεγαλύτερα ψέματα. Τα πάντα ξεκινάνε από τον σκοπό που διεξάγεται μια έρευνα ή μια δημοσκόπηση και σε τι συμπεράσματα αποσκοπεί.
Ένας ερευνητής ανάλογα με το δείγμα που θα διαλέξει, τις ερωτήσεις που θα πραγματοποιήσει μπορεί να καθοδήγηση έμμεσα την ερεύνα στα αποτελέσματα που αποσκοπεί ο ίδιος και όχι στα αληθινά αποτελέσματα.
Ένα παράδειγμα που είναι επίκαιρο, λόγω εκλογών, είναι τα προεκλογικά δημοσκοπήσεις. Που δείχνουν τη γνώμη του κόσμου για την επιλογή του συνασπισμού που θέλει να κυβερνήσει. Αν κάποιος ερευνητής δε ρωτήσει άτομα όλων των ηλικιών που ψηφίζουν και από την πλειονότητα της ελληνικής επικρατείας δε θα έχει αντικειμενικά αποτελέσματα. Δύσκολο να γίνει, συμφωνώ, αλλά αναγκαίο για τα σωστά αποτελέσματα. Επίσης, οι ερωτήσεις του θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες και να μην καθοδηγούν στο δικό του συμπέρασμα.


Πάμε τώρα να δούμε κάποια πράγματα που πρέπει να προσέχουμε πριν διαβάσουμε μια έρευνα.

  1. Ελέγχουμε την πηγή: Ελέγχουμε αν είναι από κάποιο σοβαρό οργανισμό όπως η ΕΛΣΤΑΤ, ή από κάποια εταιρεία. Συνήθως, όσο ποιο μεγάλη και αξιόπιστη για τις έρευνες είναι μια επιχείρηση, τόσο πιο έμπιστη είναι η ερεύνα. Χωρίς φυσικά να θέλουμε να ακυρώσουμε τις άλλες έρευνες που γίνονται από άλλες εταιρείες.
  2. Ελέγχουμε το δείγμα της έρευνας: Το δείγμα σε μια στατιστική ερεύνα είναι πολύ σημαντικό, καθώς πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού που έχουμε διαλέξει. Για παράδειγμα, αν έχουμε διαλέξει να πραγματοποιήσουμε μια έρευνα για άτομα από 18 έως 35 χρονών, θα πρέπει να το δείγμα μας να έχει άτομα από όλες τις ηλικίες. Αν ή έρευνα αφορά την Αττική, θα πρέπει να είναι από όλες τις περιοχές της Αττικής. Εδώ, κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι χάνεται η τυχαιότητα που είναι εξίσου σημαντική. Θα διευκρινίσουμε εδώ ότι θα είναι τυχαία τα άτομα. Αλλά, θα καλύπτουν τους περιορισμούς της έρευνας και θα είναι όσο πιο σωστά διαμοιρασμένα σε όλες τις ομάδες μας.
  3. Ελέγχουμε το στατιστικό σφάλμα της έρευνας: Για να είναι σωστά και αντιπροσωπευτικά τα αποτελέσματα, θα πρέπει το σφάλμα να είναι από 3% έως 5%. Για παράδειγμα, αν το στατιστικό σφάλμα είναι 3%, αυτό σημαίνει ότι 5 φορές στις 100 τα αποτελέσματα τις έρευνα είναι λάθος. Ενώ τις υπόλοιπες 95 φορές το αποτέλεσμα θα διαφέρει το πολύ 3% – 5% από την πραγματική τιμή. Όσο μεγαλύτερο είναι το δείγμα της έρευνας, τόσο μικρότερο είναι το στατιστικό σφάλμα.
  4. Ελέγχουμε το ερωτηματολόγιο: Μπορείς κοιτώντας τις ερωτήσεις να καταλάβεις αν είναι κατευθυνόμενες ή όχι. Αλλά, τα κατευθυνόμενα ερωτηματολόγια είναι σπανία και δεν είναι εύκολο να διαπιστωθούν.

Ένα λάθος που κάνουμε οι περισσότεροι και αυτό δεν αφορά τους ερευνητές και τις έρευνες είναι η σύγκριση και η συσχέτιση δυο διαφορετικών ερευνών. Ούτε και ο καλύτερος στατιστικολόγος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Καθώς η κάθε έρευνα έχει το δικό της δείγμα, τις δικές της παραμέτρους και τα δικά της αποτελέσματα. Ακόμα, και τον δικό της τρόπο ανάλυσης για να βγούνε αυτά τα αποτελέσματα. Αναλυτικά, για αυτό το λάθος θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο.